- κατάκοποι
- κατάκοποςvery wearymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάκοπος — η, ο (Α κατάκοπος, ον) αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ) αρχ. κοπιαστικός, επαχθής. επίρρ... κατάκοπα κουρασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»] … Dictionary of Greek
Συνέσιος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284 305). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιανουαρίου, μαζί μ’ εκείνη του Θεόπομπου, που μαρτύρησε μαζί του. II Επίσκοπος της Κυρηναϊκής Πεντάπολης, που έζησε στο τέλος του … Dictionary of Greek